Travel & Work
Κινηματογραφος
Πιεζομετρία | (Χωρ. πληθ.) (Φυσ.) 1. Η μέτρηση των υψηλών κυρ. πιέσεων. Ο επιστημονικός κλάδος που μελετά τη συμπιεστότητα των υγρών. |
|
Φυσιοκρατία | (Χωρ. πληθ.) (Φιλοσ.) Θεωρία κατά την οποία η φύση ανάγεται σε απώτατη αιτιοκρατική αρχή των πάντων και απορρίπτεται η ύπαρξη οποιασδήποτε υπερφυσικής δημιουργικής δύναμης. |
|
Απόσχιση | Η αποχώρηση (κάποιου) από τον χώρο (κόμμα, παράταξη, εκκλησία κ.λπ.) στον οποίο ανήκει. Παρ.: Η απόσχιση ομάδας βουλευτών από την κυβερνώσα παράταξη για τον σχηματισμό νέου κόμματος. |
|
Αμετροεπής | Αυτός που δεν έχει μέτρο στα λόγια του, που φλυαρεί. Παρ: Αμετροεπής ομιλητής. (Κατ' επέκτ.) Αυτός που συμπεριφέρεται χωρίς μέτρο. |
|
Θρυαλλίδα | Το φιτίλι λάμπας ή λυχναριού. Εύφλεκτο πλέγμα που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση της φωτιάς σε εκρηκτικές ύλες. (Μτφ.) Η αφορμή συγκεκριμένου γεγονότος, κυρίως με αρνητικές καταλυτικές επιπτώσεις. Παρ. Ο εμπρηστικός του λόγος λειτούργησε ως θρυαλλίδα για τη διάσπαση του κόμματος. |
|
Πάροδος | 1. Ο μικρότερος και δευτερεύων δρόμος που οδηγεί σε άλλον μεγαλύτερο. Το πέρασμα, η παρέλευση. Παρ: Η πάροδος τού χρόνου // Μετά την πάροδο ενός έτους / μιας περιόδου. Καθεμιά από τις δύο πλάγιες εισόδους στην ορχήστρα τού αρχαίου θεάτρου. (Συνεκδ.) Το πρώτο χορικό που ψάλλεται από τον χορό τού αρχαίου δράματος κατά την είσοδό του στην ορχήστρα. |
|
Φαίδων | (Ο Ηλείος) Αφοσιωμένος μαθητής τού Σωκράτη, ο οποίος ίδρυσε δική του σωκρατική φιλοσοφική σχολή στην 'Ηλιδα, τη λεγόμενη Ηλειακή. Ανδρικό όνομα. |
|
Αρτύσιμος | (Για τροφή) Αυτός που περιέχει κάτι από τις κατηγορίες τροφών από τις οποίες απέχει εκούσια κατά τη νηστεία. |
|
Βιοποριστικός | Αυτός που γίνεται για βιοπορισμό (κατ' αντιδιαστολή προς ό,τι γίνεται ερασιτεχνικά, χωρίς οικονομικό ενδιαφέρον). Παρ. Βιοποριστικό επάγγελμα // Βιοποριστική δραστηριότητα |
|
Ηθολογία | (Γενικά) Ο λόγος, η συζήτηση περί ηθών και χαρακτήρων. (Φιλοσοφ.) Η έρευνα των νόμων που συντελούν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα. (Συνεκδ.) Το επιστημονικό έργο, η πραγματεία για τη διαμόρφωση, τον καθορισμό του χαρακτήρα. (Βιολ.) Η μελέτη της συμπεριφοράς των ζώων με έμφαση στις μορφές που προκύπτουν σε φυσικά περιβάλλοντα. |
|
Προμηθέας | (Μυθολ.) Γυιος τού Τιτάνα Ιαπετού έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς, την έδωσε στους ανθρώπους και γι' αυτό τιμωρήθηκε αλυσοδεμένος στον Καύκασο, μέχρι να τον σώσει ο Ηρακλής. Αυτός που σκέπτεται πριν ενεργήσει, ο προνοητικός. |
|
Παλαιοζωολογία | (Χωρ. πληθ.) Κλάδος τής παλαιοντολογίας, ο οποίος ερευνά και ταξινομεί τα απολιθώματα των ζωικών οργανισμών. |
|
Φιλέκδικος | Αυτός που μνησικακεί και επιζητεί την εκδίκηση. |
|
Ηγήτορας | Αυτός που έχει αρχηγικό ρόλο, που αναγνωρίζεται ως ηγέτης. Παρ: Πεφωτισμένος / άξιος ηγήτορας. // Ηγήτορας τού έθνους / τής φυλής. |
|
Εγκάρσιος | Αυτός που τέμνει κατά μήκος ή κατά πλάτος. Παρ. Εγκάρσια τομή. |
|
Πλινθοποιείο | Ο χώρος (εργαστήριο, βιοτεχνία ή βιομηχανία) στην οποία κατασκευάζονται πλίνθοι. |
|
Παλμογράφος | (Τεχνολ.) Συσκευή για την οπτική απεικόνιση, γραφική αναπαράσταση και μέτρηση των μεταβολών ενός μεγέθους σε συνάρτηση με τον χρόνο. |
|
Περίοπτος | Αυτός που είναι ορατός από κάθε πλευρά. Παρ. Το νέο απόκτημα τού μουσείου τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση. (Μτφ.) Αυτός που έχει κερδίσει την αποδοχή και την αναγνώριση όλων. |
|
Ανάκλιντρο | Μακρύ και πλατύ αναπαυτικό κάθισμα με ράχη και βραχίονα στη μία ή και στις δύο πλευρές του, όπου μπορεί κανείς να καθίσει ή να ξαπλώσει. Παρ: Ρωμαϊκά ανάκλιντρα. |
|
Μετάλλαξη | (Βιολ.) Η διαδικασία τροποιήσεως τής κληρονομικής σύστασης ενός κυττάρου, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη γενετική αλλαγή οργανισμού ή πληθυσμού κυττάρων. Παρ: Μετάλλαξη γονιδίων. (Μτφ.) Η ριζική αλλαγή. Παρ: Ο γενικός γραμματέας μίλησε για μετάλλαξη τού κόμματος. |
|
Τηλεπάθεια | (Χωρ. πληθ.) Παραψυχολογικό φαινόμενο που συνίσταται στην ανταλλαγή σκέψεων και εντυπώσεων, στην πνευματική επικοινωνία μεταξύ δύο ατόμων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, χωρίς τη μεσολάβηση των αισθήσεων και τη χρησιμοποίηση των αναγκαίων επικοινωνιακών κωδίκων. |
|
Χιονοστεφής | Αυτός τού οποίου η κορυφή καλύπτεται από χιόνι. Παρ: Χιονοστεφές όρος. |
|
Πολυμέσα | Η συνδυασμένη χρήση οπτικών και ακουστικών μέσων, κυρ. μέσω Η/Υ, για εκπαιδευτικούς, διαφημιστικούς, ψυχαγωγικούς ή άλλους σκοπούς. |
|
Νουνεχής | Αυτός που διαθέτει νου και φρόνηση, που χρησιμοποιεί σωστά τις διανοητικές και πνευματικές του ικανότητες. Παρ.: Νουνεχής άνθρωπος / υπάλληλος. |
|
Θέρετρο | Η περιοχή που προσφέρεται για αναψυχή την εποχή των θερινών διακοπών. Η εξοχική κατοικία στην οποία παραθερίζει (κάποιος) ή συγκρότημα εξοχικών, παραθεριστικών κατοικιών. |
|
Ενεός | Άφωνος (από κατάπληξη). Παρ: Έμεινα ενεός στο άκουσμα της αναπάντεχης είδησης. |
|
Απευκταίος | Αυτός που απεύχεται κανείς, που εύχεται κανείς να μη γίνει. Παρ: Μια τέτοια τροπή στην υπόθεση είναι απευκταία, γιατί θα οδηγήσει σε σύγκρουση των ενδιαφερομένων. |
|
Στρεψοδικία | Η χρήση σοφιστικών ή κακόπιστων επιχειρημάτων σε δίκη με στόχο την παραπλάνηση του δικαστηρίου. Η σκόπιμη διαστροφή της αλήθειας. Κάθε κακόπιστο επιχείρημα που στοχεύει στη διαστροφή της αλήθειας. Παρ: 'Αρχισε τις στρεψοδικίες. |
|
Μνήμων | Αυτός που θυμάται (κάποιον / κάτι συγκεκριμένο). Παρ: Είμαστε μνήμονες των μεγάλων υπηρεσιών που προσέφερες. |
|
Παλλαϊκός | Αυτός που πραγματοποιείται με την υποστήριξη και τη συμμετοχή ολόκληρου του λαού. Παρ: Παλλαϊκή συγκέντρωση / άμυνα. |